- ελλιπής
- -ές (AM ἐλλιπής, -ές)1. αυτός που παρουσιάζει ελλείψεις («ελλιπής μερίδα», «ελλιπής φοίτηση»)2. φρ. «ελλιπή ρήματα» — τα ελλειπτικάνεοελλ.φρ.1. «ελλιπής αριθμός» — ο αριθμός τού οποίου το άθροισμα τών διαιρετών είναι μικρότερο από τον αριθμό2. «ελλιπές μέτρο» — το πρώτο μέτρο μουσικού κομματιού από το οποίο λείπουν ένα ή περισσότερα μέρηαρχ.-μσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐλλιπέςη έλλειψη, η ατέλειααρχ.1. αυτός που παραλείπει ή αφήνει κάτι2. εκείνος που παρουσιάζει έλλειψη ή ανεπάρκεια σε κάτι («ἐλλιπής προθυμίας», «ἐλλιπὴς ἔν τινι»)3. αμελής, αδιάφορος για κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.